Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καϑέζετο ἐπ

См. также в других словарях:

  • καθέζετο — κατά ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) κατά ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd sg (epic) κατά καθέζομαι sit down imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέζετ' — καθέζετο , κατά ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) καθέζετο , κατά ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd sg (epic) καθέζεται , κατά ἕζομαι seat oneself pres ind mp 3rd sg (epic) καθέζεται , κατά καθέζομαι sit down pres ind mid 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AEGAEON — I. AEGAEON saevus et immanis, Caeli et Terrae fil. qui unô ictu centum scopulos in Iovem contorquebat. Victus demum, alligatus est a Neptuno scopulo Aegaei maris. Stat. l. 1. Achilleid. v. 209. Audierat duros laxantem Aegaeona vectes. Hesych.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUPPLICANDI Ritus — apud Veteres varius fuit. Antiquissimis temporibus quomodo ille fuerit peractus ex Homero patet. Apud eum enim Il. α. Thetis ante Iovem, cui erat supplicatura, sedit: quem morem alibi non est tam facile reperire. Illud tantum Interpretes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθέζομαι — (AM) 1. κάθομαι («καί ρα πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι εγκατεστημένος κάπου μσν. 1. αδρανώ 2. ενεργ. καθέζω μένω σε έναν τόπο, μένω σε ένα σημείο αρχ. 1. καταλαμβάνω προεδρική έδρα ή έδρα διδασκάλου («πρὸς ὑμᾱς ἐκαθεζόμην διδάσκων»,… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

  • υπείλλω — και ὑπίλλω ΜΑ φρ. «ὑπείλλω στόμα» μτφ. α) κρατώ το στόμα μου κλειστό, σιωπώ β) αποκρύπτω κάτι αρχ. συστέλλω, συμμαζεύω, κουλουριάζω («οὐρὰν ὑπίλλει ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἴλλω / ἴλλω «στρέφω, γυρίζω γύρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»